πραγματολογία

πραγματολογία
η
1. πραγματογνωσία (βλ. λ.).
2. πραγματισμός, πραγματοκρατία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματολογία 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φιλ. Ιωάννου] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πραγματολογία. 2. αυτός που αναφέρεται στα πράγματα, στα αντικείμενα: Πραγματολογικά στοιχεία του κειμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”